- επαναγκαστής
- ἐπαναγκαστής, ο (Α)1. αυτός που αναγκάζει κάποιον2. σκληρός κύριος3. εισπράκτορας φόρων, φορολόγος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπαναγκασταί — ἐπαναγκαστής taskmaster masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)